|
(-ήρος) ο грелка для постели #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грелка для постели? — κλινοθερμαντήρας как с (ново)греческого переводится слово κλινοθερμαντήρας? — грелка для постели — μονοτονία — κεκλιμένος — αποτσακίζω — αθέατος — καύσιμο — επαργύρωση — λιόβγαλμα — ανδραχλίδα — αφελκυστήρας — αξίνιστος — σκαλιστικός — σπαθόχορτο — υμνολογώ — μεζάτι — εξοργίζω — τακουνάς — νερομάνα — χλωρόκλαδο — κοπρόχωμα — φιλαράκι — τουμπελέκι |
|||