|
душить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово душить? — καρυδώνω как с (ново)греческого переводится слово καρυδώνω? — душить — ευηλεκτραγωγός — εναπόκειται — ηγγέλθην — μεταμορφωτής — υδρογράφος — συνεδρία — αδαμαντοφόρος — χαλιμά — εκφύλισις — φαρμακιάρα — Κυπραίος — αυτόνομα — πολυγαμικός — ιντερνέτ — εμπλεκόμενος — κορώνα — χαρτάκι — Αφγανιστάν — απασχολώ — απορρευστοποίηση — τρικυμιώδης |
|||