|
только раз приносящий плоды #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово только раз приносящий плоды? — μονόκαρπος как с (ново)греческого переводится слово μονόκαρπος? — только раз приносящий плоды — πολυμορφικά — διαρρίπισμα — εκδίδω — μπουρίνι — ηχητικός — αποδεχτός — λατρεμένος — διαλλάττομαι — θεσμοφύλαξ — δεκαπέντε — ερανίζομαι — ανακύκλισμα — διορισμένος — επικρατέστερος — ξεκαπνίζω — μετανάστις — εννεαετηρίδα — προέκταση — μετακόμιση — γλεντζού — αποτυγχάνω |
|||