Новогреческий словарь
ολόκορμος
ολόκορμ|ος
η , ο :
τρέμω ~ — дрожать всем телом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ολόκορμος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γοητεύω
—
περίκλειση
—
άς
—
πτωτικά
—
νευρικός
—
παρατηρητήριο
—
ραδιοβιολογία
—
καλοήθης
—
διασκευαστής
—
δημοτικισμός
—
ανιπρόκοπος
—
έγκλιση
—
πενθήμερο
—
ζατσέντο
—
μπιρμπίλωμα
—
διαπίστευση
—
στηθοσκοπικός
—
αποκαυκαλίζω
—
σύμμεικτος
—
γαζέπι
—
κόρνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве