Новогреческий словарь
αλεξητήριον
αλεξητήριον
το 1)
противоядие
;
2)
талисман
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
противоядие
? —
αλεξητήριον
как на
(ново)греческом
будет слово
талисман
? —
αλεξητήριον
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλεξητήριον
? — противоядие, талисман
#
(ново)греческий словарь
—
τσίνουρο
—
πασχάζω
—
οἰκίσκος
—
αλυσίδετος
—
σύγκαιρος
—
λιγυρότητα
—
ανεξέρασμα
—
συνοφρυωμένος
—
υποσιτίζομαι
—
κρυμοπαγώ
—
γυναικοκατακτητής
—
βαριαναστενάζω
—
αδειαστικά
—
φυσιογνωμονία
—
μονάδα
—
μουρόφυλλο
—
σφύζω
—
δωδεκαδάκτυλος
—
αιμοδυναμικός
—
ασυγκινησιά
—
σπιθαμιαίος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве