|
1) хватать, схватывать; 2) : τήν άδραξε ο ήλιος — солнце опалило её, она загорела #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хватать? — αδράχνω как на (ново)греческом будет слово схватывать? — αδράχνω как с (ново)греческого переводится слово αδράχνω? — хватать, схватывать — νυχτικός — μυριστικός — λιθανθρακωρύχος — λάγυνος — δασκαλισμός — αλατοπώλης — ονειροπαρμένος — σκοτωμός — επιτονόδεσμος — αλληλοτραυματίζομαι — εκκλησιάζομαι — κατάστημα — μειοδότης — ποδοκλωτσώ — μηχανολογία — αρήλογος — κτηνιατρική — ιστιοπλοϊκός — πηκτή — ποδοπάτημα — μαζωχτής |
|||