ομοιοπαθητικός

формы словаβ
ομοιοπαθητικός
гомеопатический;
          ~ ιατρός — врач-гомеопат



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово гомеопатический? — ομοιοπαθητικός
как с (ново)греческого переводится слово ομοιοπαθητικός? — гомеопатический


όπλισηαντιπροσωπευτικότητααποκρούωπρεσβυωπικόςανορωτώπανδημείανάτριχοςπλαισίωμαπαλαιοανθρωπολογίαδιαρρηκτόςπήχυςαξεδίψασταψυχεράδααγγλίζωκυματικόςγαστρίδιάπριστοςεκβουλγαρισμόςασπρουλιάρηςληστεύωβατράχειος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit