|
гомеопатический; ~ ιατρός — врач-гомеопат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гомеопатический? — ομοιοπαθητικός как с (ново)греческого переводится слово ομοιοπαθητικός? — гомеопатический — όπλιση — αντιπροσωπευτικότητα — αποκρούω — πρεσβυωπικός — ανορωτώ — πανδημεί — ανάτριχος — πλαισίωμα — παλαιοανθρωπολογία — διαρρηκτός — πήχυς — αξεδίψαστα — ψυχεράδα — αγγλίζω — κυματικός — γαστρί — διάπριστος — εκβουλγαρισμός — ασπρουλιάρης — ληστεύω — βατράχειος |
|||