Новогреческий словарь
πινελλιά
πινελλιά
η 1)
мазок
(кисти);
2)
штрих
(тж. перен.);
έχει καλή ~ — [phrase]он хорошо владеет кистью [/phrase] (о художнике)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мазок
? —
πινελλιά
как на
(ново)греческом
будет слово
штрих
? —
πινελλιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
πινελλιά
? — мазок, штрих
#
(ново)греческий словарь
—
μερικός
—
ροχατλήκι
—
συναισθητικός
—
φραξιονιστής
—
ευγενικά
—
ασκητεία
—
γοητευτικός
—
ντεκρεσέντο
—
βολτατζάρω
—
ηπειρώτισσα
—
καλοδουλεμένος
—
αόριστος
—
ψένομαι
—
ετεροπλασία
—
υποθηκοφυλακείο
—
επιλείανση
—
τηλεβολοστάσιο
—
μοσχοβίτης
—
λάθρα
—
ολκόμετρο
—
εθελοθυσία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве