Новогреческий словарь
γνάφαλο
γνάφαλο
το
очёски шерсти или волос
(для набивки)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
очёски шерсти или волос
? —
γνάφαλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
γνάφαλο
? — очёски шерсти или волос
#
(ново)греческий словарь
—
συνοδεύομαι
—
εγκαιρα
—
απαλλοτριώνω
—
δοκιμαστήριος
—
λάφι
—
καπάρο
—
φαινέλαιο
—
φαρμακείο
—
ψυχρός
—
λαφυραγωγώ
—
πίγκ-πόγκ
—
γαλάχτισμα
—
δεκαρολογία
—
σηπτικότητα
—
διπλασίαση
—
ειρωνικά
—
πολυτιμότητα
—
αποκαθίδι
—
λησταρχείο
—
σιδεράδικο
—
ωκεανολογικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω