|
испаряющий; ~ή συσκευή — испаритель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испаряющий? — εξοτμιστικός как с (ново)греческого переводится слово εξοτμιστικός? — испаряющий — αδρά — δαμάλειος — καταμήνυση — κατεβασιά — αναριγώ — διαψεύδομαι — χαώδης — βγάλσιμο — πυρίπνους — γοερός — απελατίκι — ναυτολόγιο — απόφυση — αποκαμωμένος — απαριθμητής — μπουρνέλα — μεσογειακός — κοιμίσης — ανάβω — καταφατικός — συμμαθητής |
|||