|
пятилинейный; τό ~ο χαρτί — нотная бумага #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пятилинейный? — πεντάγραμμος как с (ново)греческого переводится слово πεντάγραμμος? — пятилинейный — μυομήτριο — κοσμέω-κοσμώ — ζαφειρόπετρα — μπανιάρομαι — αποδεκάτευση — ορφανοτροφείο — μπουρνέλα — σώος — φουμιά — τουρλωτός — απίεστος — επισωρευτής — διαδρομεύς — ομολογιούχος — απαστράπτων — ψυχοβιολογία — οίκοι — αγγειολόγος — ερευνήτρια — αραβοσιτάλευρο — σπουδαιολογία |
|||