|
το прямая кишка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прямая кишка? — απευθισμένο как с (ново)греческого переводится слово απευθισμένο? — прямая кишка — ασιατικός — ακατακύρωτος — γκιότσι — κολασμένα — κρυστάλλινος — καπάκωμα — παραίτηση — πετρελαιοκίνητος — βηχικά — γράφονομία — υδροσφαίρα — καλογερικός — διωρυχή — διπλοσκοπός — βλακωδώς — υπέρεισμα — σχοινοκλίμακα — κρεμώδης — επτάπυλος — γάπια — αλατοειδής |
|||