|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οργανοποιείο? — — ορισμένος — ποσολογία — διακρίβωση — κέλευσις — όργος — ωρύομαι — εξαντλητικός — βιβλιοχαρτοπώλισσα — ρυτίδωμα — ανωρίμαστος — συγκρούομαι — ξυλογράφος — φουρκάλι — σύμφυτος — μέτρος — απόπαχνο — απέ — λαχανόγουλο — σκιαγραφικός — αμάθεια — κακοθυμία |
|||