|
το мокрота; плевок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мокрота? — απόχρεμμα как на (ново)греческом будет слово плевок? — απόχρεμμα как с (ново)греческого переводится слово απόχρεμμα? — мокрота, плевок — ψυχιατρείο — κουνουποφάγος — πρόσκτηση — γαλακτοφαγία — χεροδύναμος — αεροστατικός — ευτού — ολοκληρωματικός — πορνεύομαι — βυζανιάρικο — αγριομούρης — απρογμοσύνη — φραγκεύω — ημίπληκτος — χοοχουλίζω — ιμπρεσσιονισμός — ανησυχία — κορνιζαρισμένος — σφουγγοκωλάριος — ανακατωτός — αοκνία |
|||