Новогреческий словарь
απόχρεμμα
απόχρεμμα
το
мокрота; плевок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мокрота
? —
απόχρεμμα
как на
(ново)греческом
будет слово
плевок
? —
απόχρεμμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
απόχρεμμα
? — мокрота, плевок
#
(ново)греческий словарь
—
πρέσβειρα
—
καμέραμαν
—
βράστη
—
ανεπισκίαστος
—
αλευρωμένος
—
επιδοκιμάζω
—
ραχάτι
—
φορτωτική
—
πρόσχαρα
—
εξωγαμία
—
αιθεροποίηση
—
συνημμένος
—
θερμοφόρα
—
εισκομιδή
—
ταξίδι
—
αεριοταμιευτήρ
—
ανισοτιμία
—
γύρωμα
—
κλιματισμός
—
διοριστός
—
πτερνιστήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,