|
(αόρ. ηνδρώθην) мужать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужать? — ανδρούμαι как с (ново)греческого переводится слово ανδρούμαι? — мужать — κινούμενος — γομπιασμένος — βρονταριά — ορατός — δημοσιονομικός — σκαρλάτος — χονδρίλλη — πυξ — σιχασιάρης — γάντι — έρπης — αιγυπτιολογία — αμυγδαλέλαιο — κιούπι — παχούτσικος — αμάζευτος — αστερώδης — αγεννη — κονίαση — σκορπιστός — χάμουρα |
|||