|
юр. подающий кассацию #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подающий кассацию? — αναιρεσείων как с (ново)греческого переводится слово αναιρεσείων? — подающий кассацию — βουτυροποιείον — δογματικότητα — μπέσα — μορφογενετικός — κρυφοκοίταγμα — εφιδρωτικός — φρενίτιδα — μύτος — γλωσσοπλάστρια — ξυστήρι — συρμακέζης — δικαιώνομαι — έπομαι — σκυλίτσα — σπιθοβολή — αριθμομηχανή — μίσεμα — ζωεμπόριο — αντιπροσωπευμένος — ακατάλυτα — βραδυπλοώ |
|||