|
το 1) висок; 2) разум; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово висок? — μελίγγι как на (ново)греческом будет слово разум? — μελίγγι как с (ново)греческого переводится слово μελίγγι? — висок, разум — βιώσιμος — σπερματοβλάστη — εύπεπτος — αναδημοσίευση — εργόχειρο — ορνιθολογικός — δάκρυ — μεζεκλής — αποστειρωτήρας — λιξεύω — αγνωθος — παρατρεχάμενος — τρισχιλιετής — αρβανίτικα — κακοφορμίζω — ακουρμαίνομαι — αφοδεύω — θέλοντας — λογάω — νεραντζούλα — επόμενο |
|||