|
η ремесло фотографа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ремесло фотографа? — φωτογραφική как с (ново)греческого переводится слово φωτογραφική? — ремесло фотографа — άλλαχτος — αποστρέβλωση — θιός — πλακέτα — βαφτίζω — άλα — αμαστίγωτος — φαινικούχος — θηριόμορφος — προφύλαξη — εξιδανικεύω — αιμαθίδρωση — δυσκολοσπόδειχτος — θείο — πρωτόγονος — αχρωματικός — ανασκέλίασμα — πολυτεχνας — εξερεθισμός — διενεργών — ταραμοκεφτές |
|||