Новогреческий словарь
ασφυκτικότητα
ασφυκτικότητα
(-ητος) η 1)
удушливость
;
2)
невыносимость
(обстановки)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удушливость
? —
ασφυκτικότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
невыносимость
? —
ασφυκτικότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασφυκτικότητα
? — удушливость, невыносимость
#
(ново)греческий словарь
—
καμφουρά
—
καινουργής
—
δικινητήριο
—
πολυλογάς
—
κρυπτόν
—
βοϊδολίβαδο
—
ανθοπώλις
—
ξέραμμα
—
αποδόμηση
—
γραφειοκρατία
—
Πολέμαρχος
—
προσβασιμότητα
—
φιλές
—
θαλασσόδαρτος
—
ντροπιάζω
—
αναδοσιά
—
εξερεθισμός
—
σκίζω
—
νεφροειδής
—
ηγεμονίδα
—
φωτοβολίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве