|
внутримышечный; ~ή ένεσις — внутримышечная инъекция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внутримышечный? — ενδομυϊκός как с (ново)греческого переводится слово ενδομυϊκός? — внутримышечный — π.μ. — αντιλάλημα — τρισδιάστατος — καρβουνιάρης — απαραγνώριστος — γιακέττα — αγελαδάρης — επαρχιωτόπουλο — τρίγλη — βολιδωτός — αποκαλύπτομαι — φούντος — καθημαξευμένος — αποβιβάζω — χωματισμός — εκτυφλώνω — βροχονέρι — γιδοπρόβατα — αεροβάτης — αναδιπλωμένος — σωματεμπορία |
|||