|
широко, настежь; ανοίγω ~ — распахнуть настежь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово широко? — διάπλατα как на (ново)греческом будет слово настежь? — διάπλατα как с (ново)греческого переводится слово διάπλατα? — широко, настежь — μαλάζω — φυσιολατρεία — δίκη — εξαπόλυση — απομώρανση — ακροβολιστικά — ερωτύλος — προσαράσσω — μοντέρνος — ποτίζομαι — προβατίλα — καταδίδω — αλγομανία — φαγοπότι — απλεύριστος — αγγειέμφραξη — ευθυγράμμίση — σκοτάδι — καψίδι — γιορτή — αμύριστος |
|||