|
(-ητος) η уст. проживание в общежительном монастыре #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проживание в общежительном монастыре? — κοινοβιότητα как с (ново)греческого переводится слово κοινοβιότητα? — проживание в общежительном монастыре — δικαιωματικός — εξόγκωμα — δευτερολογώ — ταμπλό — αμφιδεξίως — αριστεροποιημένος — δίτερμα — βάλανος — ονειρεμένος — ασαφήνιστος — πυθαγόρειος — ανθρωπιστής — ευμετακίνητος — εφεσίβλητος — ξεκακιώνω — γενικεύω — αντιπολεμικός — κανένας — αποκορυφώνω — έκλαμπρος — απρολόγητος |
|||