|
η производство энергии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово производство энергии? — δυναμογονία как с (ново)греческого переводится слово δυναμογονία? — производство энергии — νυκτοσκοπός — παράπλευρος — υπενοικιαστής — κλείνω — ναίσκε — ολιγαρχικός — έλμινς — αποπνικτικός — ουραγία — συντέλεια — σπαθόλαμα — κουκουβίζω — σταβάρι — τριπλάσιος — καταλογίζω — ενθέτω — συναδελφικότητα — σαγηνεύω — λουτρίς — αλευριά — επενδυτής |
|||