|
το радиогониометр; радиопеленгатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово радиогониометр? — ραδιογωνιόμετρο как на (ново)греческом будет слово радиопеленгатор? — ραδιογωνιόμετρο как с (ново)греческого переводится слово ραδιογωνιόμετρο? — радиогониометр, радиопеленгатор — ξώφαρσα — κατασώτευσις — αφενάκιστος — μολοσσός — θεατρομανία — υδροστεγής — δογματολογία — ασουβάτιστος — δυσμενώς — υπό — βελτιωτικός — ουρά — γονάτιο — στοχασμάτιον — αράγε — διασπαθω — γλυκαντέρης — βροδυλαλία — ξεράδι — θερμομέτρηση — ουχί |
|||