|
беспорядочный; безалаберный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беспорядочный? — ατάσθαλος как на (ново)греческом будет слово безалаберный? — ατάσθαλος как с (ново)греческого переводится слово ατάσθαλος? — беспорядочный, безалаберный — ευκαρυωτικό — διφθερίτιδα — αξιολάτρευτος — δεντρωμένος — χονδρέμπορας — λαλές — χοχλακίζω — δακτυλικά — κεφαλόδεσμος — μοιραίος — ξεροπόταμος — υποδουλώνω — αξιοκατάκριτος — αποτριχωτικός — απόμερο — βιβλιομανής — μικρομεγάλος — αποτελματώνω — ιππονομή — αμάτιαγος — ξεθόλωμα |
|||