|
αόρ. от καίω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έκαψα? — — κερένιος — εξορμίζω — εδράζομαι — ζουφαίνω — αμεθόδευτος — χαλκοπλαστική — χοντρογυναίκα — προδότης — προτιμάω — στενόκωλος — ρυμουλκούμενος — ελαφροπαίρνομαι — ασπροπόδαρος — γυαλωσύνη — εκρέμασα — διαχέομαι — αυτοβαφής — ανεκχώρητος — βαρεμένος — χαλκευτής — σκανδαλιστικός |
|||