Новогреческий словарь
αμετεώριστος
αμετεώριστ|ος
прочный, устойчивый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прочный
? —
αμετεώριστος
как на
(ново)греческом
будет слово
устойчивый
? —
αμετεώριστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμετεώριστος
? — прочный, устойчивый
#
(ново)греческий словарь
—
προαναφέρω
—
ποσό
—
φεγγαριάτικο
—
αμποδίζω
—
παρατραβηγμένος
—
επισμηνίας
—
ψηφοθήρας
—
ζαχάριασμα
—
σκηνίτις
—
άρριφτος
—
υποθηκεύω
—
ομοθυμία
—
προσκαλεσμένος
—
θήκη
—
αντιπατριωτικός
—
ενέχυρο
—
ασάλευτος
—
κατάμπροστα
—
παθιάζω
—
φραγκοράφτρα
—
στάφνισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве