|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πολυπροσώπως? — — αραδιάζω — λιγοθύμισμα — πιλοτίνα — σελήνιο — μονοκούκκι — στιλβωτής — πεντάλι — νερομουρμούρισμα — πευκοφλοιός — πόρρωθεν — συγχρονίζομαι — σαλιγκαράκι — γαργαλώ — απογείωση — αποδοτικός — σκάρτεμα — ολοκληρώνομαι — γελαστικός — βυζούδι — χειλεοπλασία — παίνεμα |
|||