|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλατειαστικός? — — αζούλιγος — απογεμάτος — τροκάνι — ντιέζ — εκπλυση — ανάδεση — ξετίναγμα — φιλήσυχος — ετσιθελικά — αναβιβασμός — ανδράποδο — άκρο — πονοκεφαλώ — διεθνοποιούμαι — ενδιάθετος — κοκαλάκι — συνεργάτιδα — καυχησιά — μπαγιάτεμα — οσφραντικότητα — αυθομολογούμενος |
|||