|
ο овод; слепень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овод? — ντάβανος как на (ново)греческом будет слово слепень? — ντάβανος как с (ново)греческого переводится слово ντάβανος? — овод, слепень — ρετσέτα — μουκαλίτης — βορειοδυτικός — αντεφορμώ — αρτάνη — έκθετο — μικροβιολογικός — πάγουρος — φίλτατος — κατάνευση — αντιμετάθεση — ξεδίπλωμα — γύλος — κλωστοϋφαντουργικός — κίρκος — εννεάς — παραβαρύνω — φουστάνι — καβαλλάρης — ένθους — ξεκινάω |
|||