|
: ~ εις — благодаря; ~ τώ θεώ — с божьей помощью; ~ εις τήν εργατικότητα του... — [phrase]благодаря своему трудолюбию он...[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χάρις? — — διεκπερσίοιση — χιλιοστογραμμάριο — πασχίζω — σκαλίτσα — επαναλαμβάνω — περιστασιακός — δεσμώτης — θεατρόφιλος — δειλινός — ηδυπάθεια — κρεμαστήρας — Ψηλορείτης — ξενοκοιμάμαι — εκτεθαμμένος — εξανθρακωτικός — βιεννέζικος — φλαμανδικός — αυτοκίνητο — λαχάνιασμα — συμπαρασύρω — ορνιθόμυαλος |
|||