Новогреческий словарь
διορία
διορία
η
срок
;
στή ~ — в срок
;
δίδω ~ δυό μέρες νά... — дать двухдневный срок для...
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
срок
? —
διορία
как с
(ново)греческого
переводится слово
διορία
? — срок
#
(ново)греческий словарь
—
σταλάσσω
—
ολοσχερής
—
μπίς
—
νερουλιαστός
—
πεντάχορδος
—
πραιτώριο
—
αποζύμωμα
—
επικτηνίατρος
—
φιλάργυρος
—
υπερίτης
—
γελοιογραφούμαι
—
γραμματοδιδάσκαλος
—
επίθεμα
—
αγέννηγος
—
σκυλολόγι
—
υπερυπουργείο
—
στρίγγλος
—
συγκατέχω
—
λαχανόγουλο
—
εικονογράφος
—
αυτοεπιβάλλομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве