Новогреческий словарь
ξεγαντζώνομαι
ξεγαντζώνομαι
отцепляться; расцепляться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отцепляться
? —
ξεγαντζώνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
расцепляться
? —
ξεγαντζώνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεγαντζώνομαι
? — отцепляться, расцепляться
#
(ново)греческий словарь
—
στράτευμα
—
ζυμοτεχνία
—
άβλαστος
—
ρούγα
—
ρεμπέτης
—
κυτταρολόγος
—
βώτσος
—
αυτοπέδηση
—
ξεροκόμματο
—
υποτακτικός
—
φθίση
—
γκρεμοτσάκισμα
—
ιστιοδρομικός
—
κυτιοποιείο
—
ελκούμαι
—
αγόρασμα
—
δυσμετάπειστος
—
φανελλάς
—
αστραχάς
—
συφορά
—
διακυμαντικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,