|
το кусок бумаги, бумажка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кусок бумаги? — χαρτάκι как на (ново)греческом будет слово бумажка? — χαρτάκι как с (ново)греческого переводится слово χαρτάκι? — кусок бумаги, бумажка — έκνομον — συνημίτονο — λιόλουστος — βαμβακόψειρα — τουρκοκρατία — παντοχή — προσαρμοστικός — παράβλεψη — βάλλομαι — χαρτοσημαίνω — γύλος — φυτογεωγραφικός — τρόχαλο — οσοσδήποτε — σκαρούσα — πολλαπλασιαστέος — σιλουέττα — αθόρυβα — σκαρφίζομαι — ανεπισκεύαστος — ναυαρχείο |
|||