|
геол. дилювиальный; === ~αία βροχή — проливной дождь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дилювиальный? — κατακλυσμιαίος как с (ново)греческого переводится слово κατακλυσμιαίος? — дилювиальный — γαία — κένωμα — μπελαμάνα — ελεεινώς — εφετινός — αντιμολυσματικός — χρυσοπωλείο — αϊδημητριάτικος — ξυράφι — ασφάλιστος — καλλωπιστήριο — μεθοκόπι — υδροστάσιον — ρεπορτάζ — πλακοστρώνω — υαλογραφικός — συνετός — πτυχώνομαι — αγερικό — καστανάς — μακαρονοποιείο |
|||