|
ο маншностройтель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маншностройтель? — μηχανοκατασκευαστής как с (ново)греческого переводится слово μηχανοκατασκευαστής? — маншностройтель — πατηκώνω — αντεραστής — πουλάδα — κασσέτα — μισοστρατής — αχιβάδα — ορμέμφυτα — μήνυση — ξεκλωσσάω — ευκαιρώνω — αντιπροσώπευση — εξαρκώ — σγουρομάλλης — ασήκικος — θρασομανώ — μενσεβικισμός — τρελοκομείο — οχλαγωγία — σπινθηροβόλημα — τετράγκωνος — πειστικότητα |
|||