|
выступать вторично (по тому же вопросу) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выступать вторично? — δευτερολογώ как с (ново)греческого переводится слово δευτερολογώ? — выступать вторично — ξετεντώνω — βενζινομηχανή — μαγώτος — σφυγμός — μεταξόνιο — αμή — ενδυναμώτρια — προσύλληψη — εικοστημόριο — μασουλώ — έκραξα — αλάβαστρος — συμπονετικός — παιδικότητα — λακάω — παχαίνω — σαντάλι — ξετσιπωσιά — παρτίδα — ανθρωπομορφικός — ναυαγιαίρεση |
|||