Новогреческий словарь
στρέμμα
στρέμμα
το
стремма
(мера площади = 1000 кв. м);
κατά ~ — с каждой стреммы
;
χίλα κιλά τό ~ — тысяча килограмм с каждой стреммы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стремма
? —
στρέμμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
στρέμμα
? — стремма
#
(ново)греческий словарь
—
διάκαυση
—
μυοκαρδίτιδα
—
εικονοκλάστης
—
αντεπικουρία
—
υδροτεχνικός
—
έμπηξη
—
προσφιλής
—
μιλτόχρους
—
τόρευση
—
νερουλιάρικος
—
υπόστεγο
—
μπουρζουαζία
—
δακρυογόνος
—
ηλιόγερμα
—
ελεήτρα
—
ιατρεύω
—
άγνεστος
—
αντεπιστημονικό
—
αντιποιητικός
—
ενανθράκωσις
—
πλεονεχτώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,