|
(αόρ. διύφανα) воткать, заткать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воткать? — διυφαίνω как на (ново)греческом будет слово заткать? — διυφαίνω как с (ново)греческого переводится слово διυφαίνω? — воткать, заткать — επέκεινα — ψίχουλο — ξεσκέπαστος — ετερογένεσις — εκπορίζομαι — απεμπολήση — πορπατώ — κομπώνω — κοσκίνισμα — ημίονος — εμβριθής — οργή — σφάλμα — κατασκότεινος — χαμήλωμα — μίμηση — ρουτινιέρισσα — σιδηρέλασμα — μαγκούφα — ξέθαρρος — φυλλόρόϊσμα |
|||