|
το чернила; σινικό ~ — китайская тушь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чернила? — μελάνι как с (ново)греческого переводится слово μελάνι? — чернила — γλυκοθωράω — θερμαντήρας — υποπρόξενος — προσβατός — ολοφάνερος — ξεκάθαρα — αντροκαλώ — διαδηλώτρια — μιαρότης — λησμονούμαι — αποκηρυγμένος — δικαιώνω — απαράμιλλα — αποκήρυκτος — γλυτσίνα — ασύνειδος — σκεπάρνι — γέλωτας — αεράτος — προστατευτικό — νεκρόφιλος |
|||