|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τερψιλαρύγγιο? — — καπλάνι — ερευνημένος — μπάτσικα — αγγειοπλαστική — αρτεμισία — τρωϊκός — φάρα — μαλλάκι — ωκεάνειος — καταψυκτικός — ασχετοσύνη — αντικαταστάτης — φαρμακάδα — σκουφώνω — γνωμάτευση — αχρειολογία — αναφλέγω — αστικοποίηση — κριθάρι — υπερθερμία — κωλοσούρνω |
|||