|
оцинкованный; ~α σιδηρελάσματα — оцинкованное железо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оцинкованный? — επιψευδαργυρωμένος как с (ново)греческого переводится слово επιψευδαργυρωμένος? — оцинкованный — γραμματοσημοσυλλέκτρια — κάθετος — παλιογύναικο — στοιχειοθήκη — πραγματοκρατικός — τεκνοποιία — βρέξη — θάλλω — ακεντρος — κεντητική — ένθλιψη — φαρμακερός — πρωτόστροφος — απαλόχνουδος — ράσμπα — φιλοτεχνώ — ταξιθετώ — άκερκος — πλους — ανοπτώ — δίφθογγος |
|||