|
η банан (плод) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово банан? — βανάνα как с (ново)греческого переводится слово βανάνα? — банан — θαμαχτός — οδοντόκρεμα — διαφέρον — καπνοσύριγγος — κάρβουνο — μπροστάρισσα — αιμωδία — γκαβός — τεχνοδομή — θερμαντήρ — εκστομίζω — σμμοκονιαστής — χύση — τέλι — εμπειρογνωμοσύνη — καραβοκύρης — ελληνομάθεια — συστήνομαι — μουσικοκριτικός — κηροειδής — ανταποδώνω |
|||