|
1) широкогрудый; 2) гордый, смелый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово широкогрудый? — στηθάτος как на (ново)греческом будет слово гордый? — στηθάτος как на (ново)греческом будет слово смелый? — στηθάτος как с (ново)греческого переводится слово στηθάτος? — широкогрудый, гордый, смелый — γολέτα — στραγγαλίζω — Παναγία — μελίτωση — στειροποίηση — αυτοκινητέλαιο — ξεμυστήρεμα — αζωγράφιστος — αυτο- — δημότης — εποστρακίζομαι — κυβερνώ — φίλαθλος — κολύμβηση — κοινωνία — μοσχοβίτης — νεωτερικός — φαρυγγισμός — πλήθυνση — γεννησίμιο — ανατρίπτης |
|||