|
огорчённый, расстроенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово огорчённый? — κακοκαρδισμένος как на (ново)греческом будет слово расстроенный? — κακοκαρδισμένος как с (ново)греческого переводится слово κακοκαρδισμένος? — огорчённый, расстроенный — λευκοσιδηρουργείο — βερμπαλιστής — ρευστοποιώ — κινδυνολογία — άπαντον — διαδρομή — Αγαθόβουλος — εμφύσημα — γύφτικο — μορταρία — κοκκώδης — χαροποιός — ξυλίνη — υπογραμμός — τρίτροχος — εισιτηριοδιαφυγή — λαθρεμπορικός — εργοστασιάρχης — διατοιχίζω — ικανώς — ακαταχώνιαστος |
|||