|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πανικοβάλλω? — — ευλογιάζω — εμπροθέσμως — προσάρτηση — μετεωρογράφος — στριφόκερος — πρωτοδιοριζόμενος — τίμιος — υποτροπίαση — χιονοειδής — βηματάκι — σιφωνίζω — αντηχητής — λυντσάρισμα — ταχυγραφώ — γραφιδοπόλεμος — ηλεκτροθετικός — παραθαλάσσιος — άλσος — ατόφια — ρίπημα — ογρός |
|||