υπόλειμμα

формы словаβ
υπόλειμμα
το прям., перен. остатки;
          εκποίηση τών ~ειμμάτων — распродажа остатков;
          τά ~είμματα τής δουλοπαροικίας — остатки крепостничества



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово остатки? — υπόλειμμα
как с (ново)греческого переводится слово υπόλειμμα? — остатки


συντονιστήςνυχτικιάπρασινοκίτρινοςαντράκλαζήσιμοςκατοπινάξερνάωκαλοριφέρκριθάλευροκοροϊδεύομαιδιεκτέμνωαπαλλοτριώσιμοςζωοτομικόςτσιριχτόςεθνικοποιώμαθέςμύσηεκχωματώνωκαρβουνάκιπροπορεύομαιανικανοποίητο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit