|
το прям., перен. остатки; εκποίηση τών ~ειμμάτων — распродажа остатков; τά ~είμματα τής δουλοπαροικίας — остатки крепостничества #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остатки? — υπόλειμμα как с (ново)греческого переводится слово υπόλειμμα? — остатки — συντονιστής — νυχτικιά — πρασινοκίτρινος — αντράκλα — ζήσιμος — κατοπινά — ξερνάω — καλοριφέρ — κριθάλευρο — κοροϊδεύομαι — διεκτέμνω — απαλλοτριώσιμος — ζωοτομικός — τσιριχτός — εθνικοποιώ — μαθές — μύση — εκχωματώνω — καρβουνάκι — προπορεύομαι — ανικανοποίητο |
|||