|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρρωστημένος? — — φακή — δίστηλος — μέστωμα — ξεχειλίζω — πακετάρω — επιχείρημα — λάγκεμα — αποπάτι — ζυθοπωλείο — άφωτος — γουργιάζω — σομμιέ — εμπορείο — χαρτοφυλάκιο — αμυγδαλή — Ολλανδία — αμαστία — υπερήφανα — πλατέα — παραμυθιάζομαι — ακροβολιστής |
|||