Новогреческий словарь
κοσμίως
κοσμίως
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοσμίως
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μπλάστρι
—
δεκαεννέα
—
αναντίρρητος
—
ξυστικός
—
κακοψημένος
—
αντευχαριστώ
—
απρόκλητα
—
έχει
—
αθέατος
—
ισοπέδωμα
—
αληθής
—
συνεργαζόμενος
—
καταδύτης
—
στοιχειοθεσία
—
λιγογράμματος
—
τίς
—
λευκοπλάστης
—
ηλεκτρικά
—
διακοσάρα
—
μπατσιά
—
ανάτυπο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве