|
η мошка; === γίνομαι ~ (στό μεθύσι) — сильно пьянеть; είναι ~ (στό μεθύσι) — быть пьяным в стельку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мошка? — σκνίπα как с (ново)греческого переводится слово σκνίπα? — мошка — φτώχεψη — ποοφάγος — εκκηρύσσω — ηγουμενοσυμβούλιο — καφεΐνη — μονοπυρήνωση — καταναγκάζω — χαρτοκόπτης — μετριοπάθεια — γοητευμένος — συντομογραφικά — αβελόνιστος — ανέγκλητος — αποτίμηση — υπερευαίσθητος — υποστέλλω — γαλατόπετρα — μεσοπνευμόνιος — δακρυοειδής — ταλάντευση — μετροταινία |
|||