σκνίπα

формы словаβ
σκνίπα
η мошка;

===
          γίνομαι ~ (στό μεθύσι) — сильно пьянеть;
          είναι ~ (στό μεθύσι) — быть пьяным в стельку



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово мошка? — σκνίπα
как с (ново)греческого переводится слово σκνίπα? — мошка


φτώχεψηποοφάγοςεκκηρύσσωηγουμενοσυμβούλιοκαφεΐνημονοπυρήνωσηκαταναγκάζωχαρτοκόπτηςμετριοπάθειαγοητευμένοςσυντομογραφικάαβελόνιστοςανέγκλητοςαποτίμησηυπερευαίσθητοςυποστέλλωγαλατόπετραμεσοπνευμόνιοςδακρυοειδήςταλάντευσημετροταινία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit